θρονίς

θρονίς
θρονίς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρονί — θρονίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίδος — θρονίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίν — θρονίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίδα — η (ΑΜ θρονίς, ίδος) νεοελλ. στρ. περιορισμένο φάτνωμα χαμηλού πυροβολείου (μσν. αρχ.) μικρός θρόνος, θρονί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θρόνος*] …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”